Η ομορφιά που'χει από φυσικό του ο τόπος εδώ γύρω, είναι να τη βλέπεις και να σαστίζεις με την πλούσια καρδιά του Θεού. Τούτη η αιολική ακρογιαλιά δε λέει να χάσει τη χαρά και τη χάρη της, θέλεις ο Αύγουστος καίγει τον κόσμο, θέλεις ο χειμώνας τον βορά.Γιατί οι γραμμές απ'τα βουνά κατεβαίνουν χορευτικά ως το γιαλό, η στεριά κυματίζεται σερπετή σαν το πέλαγο κι από παντού κατηφορίζουν τα δέντρα, οι πολύχρωμοι βράχοι, και τα νερά φουρφουρίζουνε βιαστικά ως το ακρογιάλι.
Ο ελαιώνας σκεπάζει τα βουνά, φυλλουρίζει χειμώνα καλοκαίρι κι αναδύεται με ασημένιες αντιφεγγιές.Η σκληρή φυλλωσιά έχει από τη μια μεριά ένα χρώμα μαργαριταρί, σαν να μουσκεύτηκε για πάντα από το φεγγαρόφωτο μιας αυγουστιανής νύχτας।.
Οι λαγκαδιές είναι στολισμένες με ολόϊσες λεύκες, που ανεβαίνουν λαμπαδάτες τον ανήφορο, από τη Σκάλα ως το χωριό της Μουριάς, αράδα η μια πίσ' από την άλλη.Είναι τρυφερές, τρεμουλιάζουν αδιάκοπα με όλα τα φύλλα τους, ακόμα και σαν δε φυσά।Και σαν πάρει να τις κιτρινοφυλλιάσει το φθινόπωρο, μοιάζουν σαν να πήραν φωτιά οι ασημένιοι κορμοί τους και τινάζουν χρυσές φλόγες.
Πάνω σε τούτο το νησί, βλέπεις, η Ελλάδα κι η Ανατολή σμίγουν τις νοστιμάδες και συνταιριάζουν τη χάρη και το νόημα της γης τους.Ο ουρανός είναι κρουστός, να τόνε πιεις στο ποτήρι, κι η θάλασσα, που μπαίνει και βγαίνει παντού, στράφτει ανάμεσ' από τα δέντρα.Σκύβεις απάνω της και μυρίζει η αγνή ανάσα της.Είναι παστρικά τα νερά σαν αγίασμα και στον πλουμιστό πάτο δείχνει ένα ένα όλα τα χρωματιστά της πετράδια, τα κοχύλια και τ' ανθάκια του βυθού.
Ανεβαίνεις στα ράχτα, γυρίζεις μια βόλτα τη ματιά ένα γύρω, στεριάς και πελάγου, δακρύζει το μάτι σου।Ένα αναγάλλιασμα στάζει από τα δέντρα, αναβρύζει από τα καστανά και κόκκινα χώματα, από τις πέτρες και τα νερά.Ο ελαιώνας αργοσαλεύει τα κλωνιά σαν βάγια.Από παντού ανεβαίνει η δόξα της γης। Τούτες τις ώρες τρέμ' η καρδιά τ'ανθρώπου από το γλυκασμό της ζωής, κι αναρωτιέσαι πώς γίνεται και κρύβεται η κακία, σαν το σκουλήκι τ'ακοίμητο, μέσα στο ρόδο του Θεού.
Ανεβαίνεις στα ράχτα, γυρίζεις μια βόλτα τη ματιά ένα γύρω, στεριάς και πελάγου, δακρύζει το μάτι σου।Ένα αναγάλλιασμα στάζει από τα δέντρα, αναβρύζει από τα καστανά και κόκκινα χώματα, από τις πέτρες και τα νερά.Ο ελαιώνας αργοσαλεύει τα κλωνιά σαν βάγια.Από παντού ανεβαίνει η δόξα της γης। Τούτες τις ώρες τρέμ' η καρδιά τ'ανθρώπου από το γλυκασμό της ζωής, κι αναρωτιέσαι πώς γίνεται και κρύβεται η κακία, σαν το σκουλήκι τ'ακοίμητο, μέσα στο ρόδο του Θεού.
[...]Οι χωριανοί έχουνε κάνει πεζούλες από ξερολιθιά κοντά σε κάθε ανάβρα που ανταμώνεις στ'ανέβασμα. "Καθίστρες" τις λένε και κει σταματούν οι στρατοκόποι να πάρουν την ανάσα τους.Οι αγωγιάτες κι οι νοικοκυραίοι, που ανεβάζουν πράμα με τα ζα τους, χαλαρώνουν το καπίστρι του μουλαριού, να πιει το φορτωμένο ζωντανό να ξαποστάσει[...].
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα. Η υπόθεση του ξετυλίγεται σ'ένα ψαροχώρι της Μυτιλήνης, όπου βρήκαν καταφύγιο ξεριζωμένοι Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια.Το κείμενο είναι χαρακτηριστικό για τη φυσιολατρία του Μυριβήλη.
No comments:
Post a Comment