Tuesday, April 20, 2010

1984 - George Orwell

[...]Το μονοπάτι φάρδυνε, και σε ένα λεπτό βρέθηκε στο δρομάκι που του είχε πει, έναν κατσικόδρομο ανάμεσα στους θάμνους. Δεν είχε ρολόι, αλλά δεν θα ήταν ακόμη τρεις. Οι υάκινθοι κάτω από τα πόδια του ήταν τόσο πυκνοί, που ήταν αδύνατο να μην τους πατήσει καθώς περπατούσε. Γονάτισε και άρχισε να κόβει μερικούς, από την μία για να περάσει η ώρα του, αλλά και από μιαν αόριστη επιθυμία να προσφέρει σην κοπέλα ένα μπουκέτο. Είχε φτίαξει κιόλας ένα μεγάλο μπουκέτο και μύριζε το παράξενο και κάπως άχαρο άρώμα του, όταν ένας θόρυβος πίσω του τον πάγωσε. Χωρίς αμφιβολία τρίξιμο ποδιών πάνω στα κλαδιά. Συνέχισε να μαζεύει υάκινθους. Μπορεί να ήταν η κοπέλα ή μπορει τελικά να τον είχαν ακολουθήσει. Το να γυρίσει να κοιτάξει θα φανέρωνε ενοχή. Έκοψε ακόμη ένα λουλούδι, ύστερα ένα άλλο. Ένα χέρι τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο.
Σήκωσε τα μάτια. Ήταν η κοπέλα. Έκανε μια κίνηση με το κεφάλι, ειδοποιώντας τον έτσι πως θα έπρεπε να μείνει σιωπηλός, ύστερα άνοιξε το δρόμο μέσα στους θάμνους και πέρασε γρήγορα πρώτη το στενό μονοπάτι του δάσους. Φαίνοταν πως είχε ξανάρθει εδώ, γιατί ήξερε πως θα αποφύγει τις λακούβες με τα νερά. Ο Γουίνστον ακολούθησε, με το μπουκέτο πάντα στο χέρι.[...]
[...]Ήδη, από το δρόμοπου έρχοταν από το σταθμό, ένιωσε βρώμικος και καχεκτικός κάτω από το μαγιάτικο ήλιο, ένα πλάσμα χωμένο διαρκώς σε κλειστούς χώρουςπου η σκόνη και η καπνιά του Λονδίνου είχε μπει στους πόρους του δέρματός του. Σκέφτηκε πως, ως τώρα, δεν τον είχε ίσως δει ποτέ έξω, στο φως της ημέρας. Έφτασαν στο πεσμένο δέντρο που του είχε πει. Η κοπέλα το πηδηξε και παραμέρισε τους θάμνους που ανάμεσά τους δεν φαίνοταν να υπάρχει πέρασμα. Όταν ο Γουίντον την ακολούθησε, είδε πως βρίσκοταν σε ένα φυσικό ξέφωτο, ένα μικρό υψωματάκι με χλόη που το περιτριγυριζαν νεαρά ψηλά δέντρα και το απομόνωναν εντελώς. Η κοπέλα σταμάτησε και γύρισε. "Εδώ είμαστε", είπε.

No comments:

Post a Comment