Σήκωσε τα μάτια. Ήταν η κοπέλα. Έκανε μια κίνηση με το κεφάλι, ειδοποιώντας τον έτσι πως θα έπρεπε να μείνει σιωπηλός, ύστερα άνοιξε το δρόμο μέσα στους θάμνους και πέρασε γρήγορα πρώτη το στενό μονοπάτι του δάσους. Φαίνοταν πως είχε ξανάρθει εδώ, γιατί ήξερε πως θα αποφύγει τις λακούβες με τα νερά. Ο Γουίνστον ακολούθησε, με το μπουκέτο πάντα στο χέρι.[...]
[...]Ήδη, από το δρόμοπου έρχοταν από το σταθμό, ένιωσε βρώμικος και καχεκτικός κάτω από το μαγιάτικο ήλιο, ένα πλάσμα χωμένο διαρκώς σε κλειστούς χώρουςπου η σκόνη και η καπνιά του Λονδίνου είχε μπει στους πόρους του δέρματός του. Σκέφτηκε πως, ως τώρα, δεν τον είχε ίσως δει ποτέ έξω, στο φως της ημέρας. Έφτασαν στο πεσμένο δέντρο που του είχε πει. Η κοπέλα το πηδηξε και παραμέρισε τους θάμνους που ανάμεσά τους δεν φαίνοταν να υπάρχει πέρασμα. Όταν ο Γουίντον την ακολούθησε, είδε πως βρίσκοταν σε ένα φυσικό ξέφωτο, ένα μικρό υψωματάκι με χλόη που το περιτριγυριζαν νεαρά ψηλά δέντρα και το απομόνωναν εντελώς. Η κοπέλα σταμάτησε και γύρισε. "Εδώ είμαστε", είπε.
No comments:
Post a Comment